- κρανεῖ
- κραίνωṇ-yfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)κραίνωṇ-yfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κράνει — κράνος helmet neut nom/voc/acc dual (attic epic) κράνεϊ , κράνος helmet neut dat sg (epic ionic) κράνος helmet neut dat sg κρά̱νει , κραίνω ṇ y aor subj act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… … Dictionary of Greek
περικλώ — άω, Α 1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και τό σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ) 2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.) 3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί)… … Dictionary of Greek
χρυσότυπος — ον, Α κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσοτύπῳ κράνει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τυπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκό τυπος] … Dictionary of Greek